σκίαστρο

σκίαστρο
το, Ν
1. καταυγαστήρας, αλεξίφωτο, αμπαζούρ
2. τεχνολ. διάταξη που στερεώνεται μπροστά στον αντικειμενικό φακό τών φωτογραφικών και κινηματογραφικών μηχανών λήψης για την προστασία του από ανεπιθύμητο φωτισμό ισχυρής φωτεινής πηγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιάζω (Ι) + επίθημα -τρο (πρβλ. στέγασ-τρο), απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. abat-jour (βλ. λ. αμπαζούρ). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ιωάννη Σκυλίτση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”